πιτσιρίκος

πιτσιρίκος
bonhomme

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • πιτσιρίκος — ο, θηλ. πιτσιρίκα Ν (με θωπευτική σημ.) παιδί μικρής ηλικίας και ζωηρό. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < ιταλ. διαλ. piccirido κατά τα ονόματα σε ικος] …   Dictionary of Greek

  • πιτσιρίκος — ο (ίσως λ. ιταλ.), θηλ. πιτσιρίκα το μικρό και ζωηρό παιδάκι: Οι πιτσιρίκοι της γειτονιάς σήκωσαν τον κόσμο με τις φωνές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιτσιρικάς — ο, Ν ο πιτσιρίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιτσιρίκος + κατάλ. άς (πρβλ. παληκαρ άς)] …   Dictionary of Greek

  • πιτσιρικάκι — το, Ν υποκορ. τού πιτσιρίκος …   Dictionary of Greek

  • χαμίνι — το, Ν παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, αλάνι, γαβριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gamin «πιτσιρίκος, αλητάκος». Η λ. πλάστηκε από τον Ιω. Ισιο. Σκυλίτση στη μετάφραση τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ] …   Dictionary of Greek

  • Πικρός, Πέτρος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Γεναρόπουλου, Κωνσταντινούπολη 1900 – Αθήνα 1956). Συγγραφέας. Νέος έζησε στην Ελβετία και στο Παρίσι, όπου για ένα διάστημα σπούδασε ιατρική και το 1920 ήρθε στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”